- ντόρτια
- τα1) две четвёрки, двойная четвёрка (при кидании игральных костей)] 2) неудача, неуспех; ущерб, убыток;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντόρτια — τα 1. (στο τάβλι) η περίπτωση κατά την οποία οι επάνω πλευρές τών ζαριών μετά το ρίξιμο τους δείχνουν τέσσερα, οι τεσσάρες («για μάς τα ντόρτια και οι διπλές και γι άλλους οι εξάρες») 2. μτφ. αποτυχία, ζημία 3. φρ. «τά φέρε ντόρτια» έχασε,… … Dictionary of Greek
ντόρτια — τα (λ. τουρκ.), στο τάβλι οι τεσσάρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεσσάρα — η, Ν 1. σύνολο από τέσσερεις όμοιες μονάδες, τετράδα 2. μτφ. (στον στρατό ή στο σχολείο) τιμωρία τεσσάρων ημερών («πήρε μια τεσσάρα γιατί τσακώθηκε») 3. στον πληθ. οι τεσσάρες (στο τάβλι) η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν από τέσσερα… … Dictionary of Greek
τεσσάρα — η 1.η τετράδα. 2. ποινή τεσσάρων ημερών στο στρατό: Έφαγε μια τεσσάρα. 3. στον πληθ., τεσσάρες, οι όταν δύο ζάρια δείχνουν το καθένα τον αριθμό 4, ντόρτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)